Ο πελαργός ήταν τυφλός!
- Γράφει: Κ.Δελημήτρου
- Εκτύπωση
Είμαι ανάμεσα σε δύο κόσμους. Ακριβώς στο σημείο της ζωής που πρέπει να ισορροπήσω τις δυστυχίες και τις ευτυχίες μου, να προχωρήσω και να με νοιάξει να πολεμήσω.
Τα τριάντα μου χρόνια θα ήταν... καμία σχέση. Θα ήμουν παντρεμένη, θα είχα παιδιά, θα ήμουν πάμπλουτη και πανέμορφη. Η ζωή μου θα ήταν από εκείνα τα παραμύθια που δε γίνεται να μη συμβούν. Το τέλος «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα» θα ήταν μια μεγάλη μαλακία μπροστά σε αυτά που είχα ονειρευτεί. Το είχα πιστέψει για τα καλά και περίμενα σελίδα-σελίδα να ζήσω το παραμύθι μου. Του είχα βγάλει και όνομα, «Εγώ και ο Πεντάμορφος».
Άρχισα σιγά-σιγά, λοιπόν, να χτίζω τα θεμέλια. Βρήκα τον Πεντάμορφο απ΄ τα δεκάξι. Δεν ήθελα να καθυστερώ με λεπτομέρειες και ήξερα από πιτσιρίκα ότι αυτός ήταν ο άνθρωπός μου. Εκείνος το πήρε πρέφα πολύ αργότερα. Όταν είχαν περάσει αρκετά χρόνια και δεν υπήρχε λόγος να συζητάμε για γάμους, συμβίωση, παιδιά.
Πάντα θεωρούσα ότι όντας πολύ ευτυχισμένη στα προσωπικά, όλα τα άλλα γίνονται. Όταν είσαι γεμάτη, δεν ψάχνεσαι, δε βαλτώνεις. Χώνεσαι σε μια αγκαλιά και κλείνεις τα πάντα απ' έξω. Έτσι ακριβώς ήταν. Είχα όλη τη στήριξη του συντρόφου μου.
Τα επαγγελματικά μου ήταν σούπερ. Σπούδασα αισθητικός και χώθηκα αμέσως στα βαθιά. Ειδικεύτηκα στην πώληση θεραπειών αδυνατίσματος και είχα πλέον μία πολύ καλή θέση, με ένα υπέροχο γραφείο. Όλα αυτά, πακετάκι με τα άγχη της πώλησης, τα δεινά της γυναικείας ματαιοδοξίας και τα σκαμπανεβάσματα στο εισόδημά μου. Όμως, τίποτε δε μ' ένοιαζε πέρα από την ολοκλήρωση του παραμυθιού. Φυσικά, δεν υπολόγισα τις κακιές μάγισσες με τα μήλα.
Αυτό που έμενε ήταν ο ονειρικός γάμος και τα πιτσιρίκια. Τα δικά μου πιτσιρίκια, το διαβατήριο στην πραγματική ευτυχία. Ο γάμος, τα χρήματα, ο άντρας ήταν απλώς το μέσον για την Ιθάκη μου. Μία Ιθάκη που χέστηκα για τον πηγαιμό, εγώ ήθελα μόνο να τη φτάσω όσο πιο γρήγορα γινόταν.
Το δαιμονικό μου μυαλό τα ΄χε καταστρώσει όλα. Θα παντρευόμουν στα είκοσι πέντε, θ' άλλαζα το σαραβαλάκι μου με αμαξάρα, θα αγόραζα μία σπιταρόνα με δάνειο και θα έκανα αμέσως το πρώτο μωράκι. Τα χρόνια πέρασαν τόσο γρήγορα που δεν κατάλαβα για πότε έγινα είκοσι ένα, είκοσι δύο, είκοσι τρία.
Ξύπνησα ξαφνικά στα είκοσι πέντε, μ΄ έναν απολογισμό. Ημουν σε καλό δρόμο. Ο γάμος μου έγινε στην προσχεδιασμένη ηλικία, αλλά πολιτικός. Σε ένα άσχημο γραφείο Δημάρχου χωρίς νυφικό, χωρίς καλεσμένους, χωρίς βέρα. Τα οικονομικά μας δεν περιελάμβαναν μία τόσο γερή δωρεά στους οίκους νυφικών, στους παπάδες και σε εξωτικά νησιά. Αλλά ακόμη κι έτσι ήμουν ευτυχισμένη. Είχα τον άνθρωπό μου, το σαραβαλάκι μου και ένα νοικιασμένο τριαράκι έτοιμο να χωρέσει όλα μου τα όνειρα.
Το πρώτο μας σπίτι ήταν άδειο από έπιπλα. Ένα στρώμα στο πάτωμα, ένα γραφείο και δυο-τρία κουζινικά. Οι επισκέψεις των γνωστών μάς έφερναν σε δύσκολη θέση γιατί μας είχαν τελειώσει οι εφευρέσεις για καθίσματα, τραπεζάκια και λοιπά. Οι ερωτήσεις από τον ευρύτερο κύκλο αδιάκριτες: «Γιατί δεν έχετε σαλόνι;» Οι απαντήσεις εξίσου ευθείες: «για να έρχονται μόνο οι φίλοι». Σιγά-σιγά άρχιζε το σπιτάκι να γεμίζει αντικείμενα ενώ άδειαζε από «αναγκαστικές» συναναστροφές.
Μερικές φορές, ακόμη και χωρίς να το θεωρείς εφικτό, ο χρόνος αρκεί για φτάσεις στο στόχο σου. Η φτωχή υλικά ζωή μου δεν άφησε ούτε για μία στιγμή να χωρέσουν τρελές επιθυμίες. Δε μ' ένοιαζε τίποτε περισσότερο από μια αγκαλιά και τα απαραίτητα για να ζήσω. Δε μου έλειπαν οι αυτοκινητάρες, τα κοσμήματα, τα ρούχα. Οι επιθυμίες μου περιορίζονταν σε πεζά μικροπράγματα. Μία τοστιέρα, ένα πάπλωμα, κάνα-δυο πιρούνια. Και, ως διά μαγείας, βρισκόταν πάντα ο τρόπος.
Το να μην έχω προσωπικά προβλήματα το θεώρησα θείο δώρο. Το να ζω ένα γαλήνιο και απέραντο έρωτα βοήθησε να περάσω στην αγάπη. Δεν υπήρχε μεγαλύτερη ανακάλυψη από την αγάπη για το μικρό μου μυαλό. Ήθελα να ξέρω ότι είναι καλά, ήθελα να είναι ευτυχισμένος, ήθελα κάθε φορά να νιώθω αυτό το γλυκό τρέμουλο στο αγκάλιασμά του.
Η επιθυμία μου για παιδί υπήρχε πάντα. Η δική του άρχισε να φαίνεται δειλά-δειλά, όχι, όμως, ως αυτοσκοπός. Όχι ως μοναδικός στόχος, όχι ως ανάγκη ζωής. Αλλά σαν μία λογική συνέχεια μιας ευτυχισμένης οικογένειας, με τη μορφή, όμως, ενός δώρου. Σαν κάτι που ποτέ δεν πρέπει να είναι δεδομένο. Σχεδόν πάντα έθετα στόχους και τους έφτανα ή τους πλησίαζα. Κάποιες φορές τούς άλλαζα στην πορεία με υψηλότερους ή κοντινότερους στις ανάγκες μου. Ποτέ δεν τα παρατούσα. Αυτή τη φορά, όμως, δεν έπαιζε ρόλο το πείσμα, η δύναμή μου, η προσπάθεια. Αυτή τη φορά έπρεπε μόνο να περιμένω και να ελπίζω.
Η αίσθηση του χρόνου όταν περιμένεις κάτι που θέλεις πολύ είναι βασανιστική. Ειδικά όταν διαισθάνεσαι ότι μεγαλώνεις γρήγορα, ότι δε θα ζήσεις τα περισσότερα απ' τα όνειρά σου, όταν πρέπει να συμβιβαστείς με αυτό που έχεις, να χαρείς το παρόν, να αδράξεις τη μέρα. Εγώ ήθελα να αδράξω το όνειρο με τη μία. Η Ιθάκη ήταν στα χέρια μου αλλά προβλήτα πουθενά. Το καραβάκι μου μικρό αλλά όμορφο. Οι ναύτες λίγοι αλλά πιστοί. Τα πανιά μου μπαλωμένα αλλά στητά.
Το μωράκι μας αργούσε. Αυτός ο ρημάδης ο πελαργός ήταν τυφλός και χτύπαγε άλλες πόρτες. Τριγύρω μωράκια ίδια με το δικό μου, με τα ίδια τεράστια μάτια, τα ίδια ξανθά μαλλιά, τα ίδια γλυκά γελάκια. Και το χαζοπούλι πήγαινε και τα μοίραζε αλλού. Όλες οι κοιλιές φούσκωναν, μεγάλωναν, γεννούσαν. Εμάς το μόνο που φούσκωνε ήταν η καρδιά μας, έτοιμη να σπάσει σαν μπαλόνι απ' την προσμονή.
Η σιωπή μεταξύ μας ήταν αναπόφευκτη. Μπορούσαμε να συζητήσουμε για το πιο παράξενο θέμα του κόσμου αλλά όχι γι' αυτό. Η λέξη «ταμπού», που τίποτε άλλο δεν είχε σκιάσει τη ζωή μας, τώρα είχε για τα καλά κλείσει τις καρδιές μας και μας έκανε ξανά δύο ανθρώπους και όχι έναν. Η αγάπη μας πήγε ένα σκαλί πίσω. Έγινε ξανά έρωτας. Γεμάτος από πάθος, ζήλεια, καυγαδάκια και ένα γλυκό-γλυκό μίσος από εκείνο που τα όριά του είναι κοντά με τον έρωτα. Άρχισα πάλι τις εφηβικές ερωτήσεις: «μ' αγαπάει;», «με θέλει;», «με μισεί;» Σε όλες έπαιρνα την ίδια απάντηση: «όχι πια».
Ο λογικός συνειρμός παιδί-ευτυχία άρχισε να ριζώνει. Εκείνος βουβός και θλιμμένος αλλά πάντα κοντά μου. Αποφάσισα να σπάσω τη σιωπή. Πήρα ένα μαχαίρι και την έκανα τόσα κομματάκια όσες οι απορίες μου. Άνοιξα την ψυχή μου και έβγαλα όλα τα μαύρα χρώματα αφήνοντάς την έτσι γυμνή, έτοιμη να γκρεμιστεί. Πολλές φορές, όσο δύσκολα κι αν είναι τα πράγματα, ένα ψυχικό στριπτίζ πάντα με βοηθά. Το 'χα πάντα σαν αρχή, όσους η καρδιά μου είχε μέσα να τους προσφέρω συχνά αυτή την ψυχική γύμνια για να με βλέπουν όπως είμαι. Όσοι φοβήθηκαν έφυγαν τρέχοντας...
Απόσπασμα από το βιβλίο της Κωνσταντίνας Δελημήτρου, "Η ψιλικατζού" εκδόσεις IntroBooks
Κ.Δελημήτρου
Η Κωνσταντίνα Δελημήτρου γεννήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1973 στον Πειραιά και πλέον ζει μόνιμα με την οικογένειά της στην Λεμεσό της Κύπρου. Η συγγραφική της πορεία, ξεκίνησε τον Μάϊο του 2005 με το διάσημο πλέον ελληνικό μπλογκ "Ψιλικατζού" στο οποίο έγραφε τις καθημερινές ιστορίες από το ψιλικατζίδικό της στην Νίκαια.
Περισσότερα
2 σχόλια
-
Είμαι σην 3η μέρα αναμονής και μόλις ..ρούφηξα το βιβλίο σου! μας χρωστάς άλλο ένα με τη συνέχεια που απ'ότι είδα είναι αυτή που ευχόμαστε όλες μας! να'σαι καλά!
-
απόλαυσα το κείμενο σου..και γυρισα για λίγο πίσω..ανάμεσα στους 2 αυτούς κόσμους που κγώ βρέθηκα και σε εκείνον τον 2ο δεν θέλω να γυρισω πίσω..